υπερωριακός

υπερωριακός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έχει σχέση με την υπερωρία: Υπερωριακή εργασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερωριακός — ή, ό, Ν [υπερωρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υπερωρίες («υπερωριακή απασχόληση») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”